Την εποχή των "ψιθύρων καρδιάς", ή κάπου εκεί, η λάσπη (η) εμπνεύστηκε από το πάθος ενός ξεχωριστού, από κάθε άποψη, ανθρώπου...
Ο Δωδεκαβάλβιδος του Γύφτου
Μία φορά και ένα καιρό κάπου
στα Άνω Λιόσια
Ήταν ένας Αθίγγανος και Μήτσουλα τον λέγαν
Ήταν ένας Αθίγγανος και Μήτσουλα τον λέγαν
Από μικρός φαινότανε οτι ήτανε γκαζίκος
Τ' άλλα παιδάκια παίζανε με τα στρατιωτάκια
Όμως ο Μήτσος έπαιζε με αυτοκινητάκια
Τ' άλλα παιδάκια παίζανε με τα στρατιωτάκια
Όμως ο Μήτσος έπαιζε με αυτοκινητάκια
Αφού μεγάλωσε λοιπόν και πήγε στο σχολείο
Και τέλειωσε το λύκειο και το Πολυτεχνείο
Εβρήκ' αισίως την δουλειά που πάντα ονειρευόταν
Σε φαναρτζίδικο δουλειά βρήκε και ευτυχία
Σφυριά και κατοστάρικο, κατσαβιδιά και εύρω
Και όταν μάζεψε λεφτά μετά από λίγους μήνες
Αμάξι πήγε αγόρασε από τον θείο Νικήτα
Ένα Όπελ Μάντα κόκκινο, παλιό, ξεματιασμένο
Που ήταν σε χάλι άθλιο, σκέτο κονσερβοκούτι
Ο Μήτσουλας δεν μάσησε, το πήγε συνεργείο
Δεκαοχτώ μερόνυχτα, και δυόμισι φεγγάρια
Οι τεχνικοί δουλεύανε το Μάντα για να φτιάξουν
Κι ύστερα από καιρό πολύ το Μάντα ήταν 'ντάξει
Αμάξι σένιο και λαμπρό, του Μήτσουλα καμάρι
Με εικοσιπέντε κύλινδρους, και δώδεκα βαλβίδες
Δέκα χιλιάδες κυβικά, οχτώ χιλάδες ίππους
Μ'εξηνταδύο εισαγωγές, σαρανταοκτώ εξατμίσεις
Οι τεχνικοί δουλεύανε το Μάντα για να φτιάξουν
Κι ύστερα από καιρό πολύ το Μάντα ήταν 'ντάξει
Αμάξι σένιο και λαμπρό, του Μήτσουλα καμάρι
Με εικοσιπέντε κύλινδρους, και δώδεκα βαλβίδες
Δέκα χιλιάδες κυβικά, οχτώ χιλάδες ίππους
Μ'εξηνταδύο εισαγωγές, σαρανταοκτώ εξατμίσεις
Κι όταν το γκάζι πάταγε στο εικοσαπλό
το τούρμπο
Νιτρομεθάνιο έρεε μέσα στα σωληνάκια
Υγρό οξυγόνο τού'βαζε, και λίγο υδρογόνο
Βενζίνη την καλύτερη που έβρισκε στην πιάτσα
Και κάθε Σάββατο έτρεχε κόντρες στα Λιμανάκια
Το Μάντα ήταν αχτύπητο, ο φόβος και ο τρόμος
Ο Μήτσος και τ'αμάξι του είχανε γίνει θρύλος
Και όλοι τον φοβόσαντε και τον σεβόνταν σφόδρα
Μα όλοι τους τρωγόσαντε ποιός θα τονε νικήσει
Νιτρομεθάνιο έρεε μέσα στα σωληνάκια
Υγρό οξυγόνο τού'βαζε, και λίγο υδρογόνο
Βενζίνη την καλύτερη που έβρισκε στην πιάτσα
Και κάθε Σάββατο έτρεχε κόντρες στα Λιμανάκια
Το Μάντα ήταν αχτύπητο, ο φόβος και ο τρόμος
Ο Μήτσος και τ'αμάξι του είχανε γίνει θρύλος
Και όλοι τον φοβόσαντε και τον σεβόνταν σφόδρα
Μα όλοι τους τρωγόσαντε ποιός θα τονε νικήσει
Ώσπου μια νύχτα σκοτεινή, μια νύχτα
με φεγγάρι
Που ο Βαρδάρης φύσαγε κάτω στα Λιμανάκια
Σκάει μύτη ο Ιταλός με ένα Χόντα Βί-Τεκ
Για κόντρα ετοιμάζονται, και όλοι τους κοιτάγαν
Κανείς άχνα δεν έβγαζε, και όλοι περιμέναν
Ώσπου ο αφέτης έκανε σινιάλο με μαντήλι
Και αναμετρηθήκανε κάτω στα λιμανάκια
Που ο Βαρδάρης φύσαγε κάτω στα Λιμανάκια
Σκάει μύτη ο Ιταλός με ένα Χόντα Βί-Τεκ
Για κόντρα ετοιμάζονται, και όλοι τους κοιτάγαν
Κανείς άχνα δεν έβγαζε, και όλοι περιμέναν
Ώσπου ο αφέτης έκανε σινιάλο με μαντήλι
Και αναμετρηθήκανε κάτω στα λιμανάκια
Πατάει γκάζι ο Μήτσουλας, πετάει το
Μάντα σπίθες
Πατάει και ο Ιταλός, πετάει το Χόντα φλόγες
Πιάνει φωτιά η άσφαλτος, το πεζοδρόμιο καίει
Και τρέχουνε σαν παλαβοί κάτω στα λιμανάκια
Ώσπου σε μια στροφή κλειστή, το φέρνει η σκρόφα μοίρα
Λάστιχο σκάει του Μήτσουλα, πάνω που ήταν πρώτος
Τον πλησιάζει ο Ιταλός, ο Μήτσος πατάει γκάζι
Πατάει και ο Ιταλός, πετάει το Χόντα φλόγες
Πιάνει φωτιά η άσφαλτος, το πεζοδρόμιο καίει
Και τρέχουνε σαν παλαβοί κάτω στα λιμανάκια
Ώσπου σε μια στροφή κλειστή, το φέρνει η σκρόφα μοίρα
Λάστιχο σκάει του Μήτσουλα, πάνω που ήταν πρώτος
Τον πλησιάζει ο Ιταλός, ο Μήτσος πατάει γκάζι
Και άξαφνα η μηχανή του Μάντα του
μεγάλου
Πιάνει φωτιά και καίγεται, εκρήγνυται και σκάει
Πάνω ψηλά εκτοξεύεται, με φόρα και με φούρια
Με αρχική ταχύτητα Vο=1000
Και ύστερα σκάει ξανά σε εικοσιτρία κομμάτια
Τινάζονται τα θραύσματα, σκοτώνουν δυό μπεκάτσες
Ο Μήτσουλας δεν δύναται το Μάντα να ελέγξει
Και τον περνάει ο Ιταλός, και τονε κάνει ρόμπα
Σαν να μην έφταναν αυτά, βγαίνει κι' από το δρόμο
Σε εικονοστάσι στούκαρε του Άγιου Χριστοφόρου
Το Μάντα καταστράφηκε ο Μήτσος τραυματίας
Στο ΚΑΤ ευθύς τον τρέχουνε, σακάτη χτυπημένο
Όμως φθηνά την γλύτωσε, δύο σπασμένα πόδια
Και σύντομα μεσ'στην αυλή του αναρρωτηρίου
Γερά καθότανε στην αναπηρική καρέκλα
Και κόντρες έκανε σκληρές με άλλους τραυματίες
Και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς παίξαμε Quake
Πιάνει φωτιά και καίγεται, εκρήγνυται και σκάει
Πάνω ψηλά εκτοξεύεται, με φόρα και με φούρια
Με αρχική ταχύτητα Vο=1000
Και ύστερα σκάει ξανά σε εικοσιτρία κομμάτια
Τινάζονται τα θραύσματα, σκοτώνουν δυό μπεκάτσες
Ο Μήτσουλας δεν δύναται το Μάντα να ελέγξει
Και τον περνάει ο Ιταλός, και τονε κάνει ρόμπα
Σαν να μην έφταναν αυτά, βγαίνει κι' από το δρόμο
Σε εικονοστάσι στούκαρε του Άγιου Χριστοφόρου
Το Μάντα καταστράφηκε ο Μήτσος τραυματίας
Στο ΚΑΤ ευθύς τον τρέχουνε, σακάτη χτυπημένο
Όμως φθηνά την γλύτωσε, δύο σπασμένα πόδια
Και σύντομα μεσ'στην αυλή του αναρρωτηρίου
Γερά καθότανε στην αναπηρική καρέκλα
Και κόντρες έκανε σκληρές με άλλους τραυματίες
Και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς παίξαμε Quake
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου